έλιγμα

έλιγμα
το, -ατος
1. συστροφή, τύλιγμα.
2. αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἕλιγμα — fold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλιγμα — το (Α ἕλιγμα) συστροφή, τύλιγμα νεοελλ. αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές αρχ. 1. βραχιόλι 2. σκέπασμα 3. δέμα, πακέτο 4. βόστρυχος, μπούκλα 5. ιατρ. θλάσμα τού κρανίου …   Dictionary of Greek

  • ἑλίγμασι — ἕλιγμα fold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίγμασιν — ἕλιγμα fold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίγματα — ἕλιγμα fold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίγματι — ἕλιγμα fold neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίγματος — ἕλιγμα fold neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είλιγμα — εἵλιγμα, το (Α) βλ. έλιγμα …   Dictionary of Greek

  • ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՆՈՒԱԾ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0206 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 11c, 12c, 13c գ. πλοκή, σκολιότης nexus, plicatura, tortuositas ἔλιγμα volutatio, involutio. Մանելն, իլն, եւ մանեալն. ոլորք. հիւսուած. շարամանութիւն. ... *Հայեցեալ ետես երանելին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”